- αφάνταχτος
- -η, -ο1. εκείνος που δεν φαντάζει, που δεν έχει εντυπωσιακή εμφάνιση2. ο μετριόφρονας3. αφάνταστος, εξαιρετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφάνταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φαντάζει, δεν κάνει εντύπωση: Το σπίτι εξωτερικά είναι αφάνταχτο. 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο μετριόφρονας (αντίθ. φαντασμένος): Μ όλα τα πλούτη που απόχτησε έμεινε άνθρωπος αφάνταχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)